- αντιμοναρχικός, -ή
- -ό επίρρ. -ά αυτός που είναι κατά της μοναρχίας: Οι αντιμοναρχικοί στην Ισπανία οργάνωσαν διαδήλωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιμοναρχικός — ή, ό αντίθετος προς τη μοναρχία ή τον μονάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί + μοναρχικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ν. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
Επιφανιάδης, Διονύσιος — (1802 – 1887). Μοναχός και λόγιος. Καταγόταν από τη Σκιάθο και ήταν γιος του επίσης λογίου Επιφάνειου Δημητριάδη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Δημητριάδης. Ο Ε. κατηγορήθηκε ως αντιμοναρχικός και εκτοπίστηκε στη Σαντορίνη. Από εκεί μετέβη… … Dictionary of Greek
Σοφιανόπουλος, Παναγιώτης — Φιλικός και λόγιος, ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας φεμινιστής (1786 1852). Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και στη Γαλλία. Το 1814 άσκησε το επάγγελμά του στην Πελοπόννησο. Δραστήριο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, χρημάτισε γραμματέας του I. Γκούρα και… … Dictionary of Greek
Σωνύρος, Σπυρίδων — Αγωνιστής του 1821 (1798 1864). Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του ήταν Γάλλος και η μητέρα του Ζακύνθια. Όταν άρχισε η Επανάσταση, κατέβηκε στην Πελοπόννησο και κατατάχτηκε στο τακτικό σώμα του Δ. Υψηλάντη. Πήρε μέρος στην μάχη του… … Dictionary of Greek
Φαλμεράγερ, Γιάκομπ Φίλιπ — (Fallmerayer, Τσετς, Τιρόλο 1790 – Μόναχο 1860). Γερμανός ιστορικός, εισηγητής της θεωρίας για τον εκσλαβισμό των Ελλήνων. Σπούδασε θεολογία, ιστορία και ανατολικές γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ και νομικά στο Πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek